αναδρομικότητα

αναδρομικότητα
Η ισχύς ενός νόμου σε σχέσεις οι οποίες προϋπήρξαν της έκδοσής του. Ο νόμος κανονικά δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά σε περίπτωση ανάγκης μπορεί ο νομοθέτης να δώσει αναδρομική ισχύ σε συγκεκριμένο νόμο ή σε ορισμένες διατάξεις του.
* * *
η
το να είναι κάτι αναδρομικό, αναδρομική ισχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδρομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικολάου Κοντόπουλου ως απόδοση τού γαλλ. retroactivite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναδρομικότητα — η η εφαρμογή νόμου για χρόνο πριν από την ψήφισή του: Κατά της αναδρομικότητας του νόμου αυτού έγινε προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… …   Dictionary of Greek

  • αναδρομικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω, οπισθοχωρητικός, οπισθοβατικός 2. αυτός που κινείται προς τα επάνω, ο ανάδρομος 3. αυτός που σχετίζεται με το παρελθόν αλλά εφαρμόζεται στο παρόν, οπισθοδρομικός, οπισθενεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάδρομος. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

  • οπισθενέργεια — η ενέργεια που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομική ισχύς, αναδρομικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση τού ιταλ. retroattivita. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”